καθεστήκεσαν

καθεστήκεσαν
καθίστημι
set down
plup ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραίτιος — α, ο / παραίτιος, ον, Α θηλ. και ία, ΝΜΑ ο αίτιος, ο υπεύθυνος για κάτι εν μέρει ή απόλυτα, υπαίτιος αρχ. συνεργός εγκλήματος, συνένοχος («ἐτιμωρήσατο δὲ καὶ ὅσοι τοῡ φόνου παραίτιοι καθεστήκεσαν», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αἴτιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”